- λίχανος
- λίχανος, ἡ (Α)1. η τελευταία χορδή τής λύρας ή τής κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη τού χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, τότε φαίνεται διαφέρειν», Αριστοτ.)2. ο ήχος που βγαίνει από τη δόνηση αυτής τής χορδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιχανός, με αναβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.